αμφαλλάσσω

αμφαλλάσσω
ἀμφαλλάσσω (Α)
αλλάσσω, μεταβάλλω εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + ἀλλάσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφαλλάξαι — ἀμφαλλάσσω change entirely aor inf act ἀμφαλλάξαῑ , ἀμφαλλάσσω change entirely aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφαλλάσσοντες — ἀμφαλλάσσω change entirely pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφαλλάξ — ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α) εναλλάξ, εκ περιτροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”